Αναβίωση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναβίωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renascimento, reflorescimento, reavivamento, avivamento, revitalização
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβίωση
αναβίωση δράμα, αναβίωση επε, αναβίωση ανώνυμης εταιρείας, αναβίωση ολυμπιακών αγώνων 1896, αναβίωση συνώνυμα, αναβίωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναβίωση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναβάλλω στα πορτογαλικά - pospor, adiar, carteiro, tenda, barraca, baia, estábulo, ...
- αναβάτης στα πορτογαλικά - passageiro, passeio, cavaleiro, cavalgar, jóquei, jockey, jóquei de, ...
- αναβαθμίζω στα πορτογαλικά - actualizar, até, atualização, actualização, de atualização, atualização de, atualizar
- αναβιώνω στα πορτογαλικά - revitalizar, reavivar, ressuscitar, reviver, revive, reanimar
Τυχαίες λέξεις
Αναβίωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: renascimento, reflorescimento, reavivamento, avivamento, revitalização
Μεταφράσεις: renascimento, reflorescimento, reavivamento, avivamento, revitalização