Αναβίωση στα ισλανδικά
Μετάφραση: αναβίωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vakning, endurvakningu, endurlífgun, að vakning
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβίωση
αναβίωση δράμα, αναβίωση επε, αναβίωση ανώνυμης εταιρείας, αναβίωση ολυμπιακών αγώνων 1896, αναβίωση συνώνυμα, αναβίωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αναβίωση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αναβάλλω στα ισλανδικά - fresta, þæfa, tefja, Stall, ofris, bás
- αναβάτης στα ισλανδικά - knapi, Plötusnúðurinn, Jockey, Veðreiðaknapi
- αναβαθμίζω στα ισλανδικά - uppfærsla, uppfæra, uppfærslu
- αναβιώνω στα ισλανδικά - endurlífga, að endurlífga, lífga, endurvekja, endurnýja
Τυχαίες λέξεις
Αναβίωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: vakning, endurvakningu, endurlífgun, að vakning
Μεταφράσεις: vakning, endurvakningu, endurlífgun, að vakning