Απεργία στα δανικά
Μετάφραση: απεργία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slå, strejke, banke, strejken, skud, strike, angreb
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργία
απεργία σήμερα, απεργία λαϊκών αγορών, απεργία πλοίων, απεργία μετρό, απεργία φαρμακείων, απεργία λεξικό γλώσσας δανικά, απεργία στα δανικά
Μεταφράσεις
- απενεργοποιώ στα δανικά - deaktivere, deaktiverer, deaktiveres, deaktiver, slå
- απερίσκεπτος στα δανικά - forteelser, taktløst, hensynsløs, ubetænksom, hensynsløse
- απεργοσπάστης στα δανικά - Fink, til Fink
- απεριποίητος στα δανικά - usoigneret, unkempt, uredt, usoignerede
Τυχαίες λέξεις
Απεργία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slå, strejke, banke, strejken, skud, strike, angreb
Μεταφράσεις: slå, strejke, banke, strejken, skud, strike, angreb