Απεργία στα νορβηγικά
Μετάφραση: απεργία, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
streik, strike, streiken, angrep, innløsnings
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργία
απεργία σήμερα, απεργία λαϊκών αγορών, απεργία πλοίων, απεργία μετρό, απεργία φαρμακείων, απεργία λεξικό γλώσσας νορβηγικά, απεργία στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- απενεργοποιώ στα νορβηγικά - deaktivere, deaktiverer, deaktiver, deaktiverer du, du deaktivere
- απερίσκεπτος στα νορβηγικά - voldsom, tankeløs, ubekymret, utslett, hensynsløs, hensynsløst, hensynsløse, ...
- απεργοσπάστης στα νορβηγικά - skabb, fink, Fink og
- απεριποίητος στα νορβηγικά - uflidd, unkempt, ustelt, ugredde
Τυχαίες λέξεις
Απεργία στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: streik, strike, streiken, angrep, innløsnings
Μεταφράσεις: streik, strike, streiken, angrep, innløsnings