Απεργία στα τούρκικα
Μετάφραση: απεργία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
grev, strike, grevi, doğrultu, grevin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργία
απεργία σήμερα, απεργία λαϊκών αγορών, απεργία πλοίων, απεργία μετρό, απεργία φαρμακείων, απεργία λεξικό γλώσσας τούρκικα, απεργία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- απενεργοποιώ στα τούρκικα - sakatlamak, devre dışı, devre dışı bırakmak, kaldırmak, devre dışı bırakın, devre dışı bırakma
- απερίσκεπτος στα τούρκικα - düşüncesiz, kızarıklık, dikkatsizlik, inconsiderate, düşüncesizce, düşüncesiz bir, saygısız
- απεργοσπάστης στα τούρκικα - ispiyoncu, Fink, destek vermemek, alçak kimse, grev kırıcı işçi
- απεριποίητος στα τούρκικα - dağınık, unkempt, dağınık Bahçe, bir dağınık Bahçe, bir dağınık Bahçe ve
Τυχαίες λέξεις
Απεργία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: grev, strike, grevi, doğrultu, grevin
Μεταφράσεις: grev, strike, grevi, doğrultu, grevin