Απεργία στα σλοβενικά

Μετάφραση: απεργία, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stlačit, napadat, stavke, strike, stavka, stavko, Stavkovni
Απεργία στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεργία

απεργία σήμερα, απεργία λαϊκών αγορών, απεργία πλοίων, απεργία μετρό, απεργία φαρμακείων, απεργία λεξικό γλώσσας σλοβενικά, απεργία στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • απενεργοποιώ στα σλοβενικά - onemogočiti, onemogočite, onemogoči, onemogočanje, onesposobiti
  • απερίσκεπτος στα σλοβενικά - liják, impulzivní, Nepremišljeno, brezobziren, inconsiderate, nepremišljen, brezobzirno
  • απεργοσπάστης στα σλοβενικά - strup, Fink, Fink je, Fink se, Fink in
  • απεριποίητος στα σλοβενικά - Raščupan, Rasčupan, neurejeni, unkempt
Τυχαίες λέξεις
Απεργία στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: stlačit, napadat, stavke, strike, stavka, stavko, Stavkovni