Απεργία στα ισλανδικά

Μετάφραση: απεργία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höggva, verkfall, slá, verkfalli, þrusað, Strike
Απεργία στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεργία

απεργία σήμερα, απεργία λαϊκών αγορών, απεργία πλοίων, απεργία μετρό, απεργία φαρμακείων, απεργία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, απεργία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • απενεργοποιώ στα ισλανδικά - slökkva, slökkva á, gera óvinnufæran, slökkt, óvinnufæran
  • απερίσκεπτος στα ισλανδικά - hugsunarlaus, bráður, tillitslaus
  • απεργοσπάστης στα ισλανδικά - Fink
  • απεριποίητος στα ισλανδικά - unkempt
Τυχαίες λέξεις
Απεργία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: höggva, verkfall, slá, verkfalli, þrusað, Strike