Αρχίζω στα δανικά
Μετάφραση: αρχίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
begynde, start, begyndelse, starten, starte, startsiden, begyndelsen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχίζω
αρχίζω συνώνυμα, αρχίζω δραστηριότητες για παιδιά 3-4 ετών, αρχίζω και τρελαίνομαι, αρχίζω πόλεμο γαρμπή, αρχίζω και τρελαίνομαι στίχοι, αρχίζω λεξικό γλώσσας δανικά, αρχίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αρχέγονος στα δανικά - primitive, primitiv, primitivt
- αρχή στα δανικά - angreb, start, begynde, kilde, oprindelse, begyndelse, begynder, ...
- αρχαίος στα δανικά - gammel, gamle, antikke, det gamle, oldtidens
- αρχαιολογία στα δανικά - arkæologi, arkæologien, arkæologiske, arkæologisk
Τυχαίες λέξεις
Αρχίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: begynde, start, begyndelse, starten, starte, startsiden, begyndelsen
Μεταφράσεις: begynde, start, begyndelse, starten, starte, startsiden, begyndelsen