Διαγωνιζόμενος στα δανικά

Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
deltager, kæmper, deltageren, konkurrencedeltager
Διαγωνιζόμενος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας δανικά, διαγωνιζόμενος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαγωγή στα δανικά - adfærd, opførsel, føre, holdning, lede, adfaerd, gennemførelse, ...
  • διαγωνίζομαι στα δανικά - konkurrere, diagonizomai
  • διαγωνισμός στα δανικά - konkurrence, strid, konkurrencen, contest, projektkonkurrencen, projektkonkurrence
  • διαδήλωση στα δανικά - demonstration, demonstrationen, påvisning, demonstration inden
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: deltager, kæmper, deltageren, konkurrencedeltager