Διαγωνιζόμενος στα λιθουανικά

Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konkurentas, varžovas, dalyvis, konkurso dalyvis
Διαγωνιζόμενος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαγωνιζόμενος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διαγωγή στα λιθουανικά - vadovauti, elgsena, elgesys, vesti, skatinti, veiksmai, elgesio, ...
  • διαγωνίζομαι στα λιθουανικά - varžytis, diagonizomai
  • διαγωνισμός στα λιθουανικά - varžovas, rungtynės, varžybos, konkursas, konkurencija, konkurentas, turnyras, ...
  • διαδήλωση στα λιθουανικά - demonstravimas, demonstracija, demonstravimo, įrodymas, demonstravimą
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: konkurentas, varžovas, dalyvis, konkurso dalyvis