Διαγωνιζόμενος στα ουγγρικά

Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konkurens, versenytárs, versenyző, versenyzőnek, versenyzőt, a versenyző
Διαγωνιζόμενος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διαγωνιζόμενος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διαγωγή στα ουγγρικά - viselkedésmód, magaviselet, magatartás, életvitel, magatartási, magatartása, magatartását, ...
  • διαγωνίζομαι στα ουγγρικά - diagonizomai
  • διαγωνισμός στα ουγγρικά - verseny, versenyen, versenyt, pályázat, vitatja
  • διαδήλωση στα ουγγρικά - szemléltetés, kinyilvánítás, nyilvánítás, demonstráció, bizonyítás, demonstrációs, bemutató, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: konkurens, versenytárs, versenyző, versenyzőnek, versenyzőt, a versenyző