Διαγωνιζόμενος στα κροατικά

Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
natjecatelj, suparnik, takmičar, natjecatelja, natjecatelju, contestant
Διαγωνιζόμενος στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας κροατικά, διαγωνιζόμενος στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • διαγωγή στα κροατικά - ponašanje, ophođenje, reagiranje, poslovanje, upravljati, karakteristika, postupak, ...
  • διαγωνίζομαι στα κροατικά - takmiči, takmičiti, diagonizomai
  • διαγωνισμός στα κροατικά - natjecanjem, konkurentnost, nadmetanje, borba, natjecanje, natječaj, natječaja, ...
  • διαδήλωση στα κροατικά - prikaz, prikazivanje, demonstracija, demonstracije, demonstraciju, Prikaz, dokaz
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: natjecatelj, suparnik, takmičar, natjecatelja, natjecatelju, contestant