Διαγωνιζόμενος στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суперник, супротивник, змагання, противник, конкурент
Διαγωνιζόμενος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαγωνιζόμενος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαγωγή στα ουκρανικά - поведінка, поведінку, провадження, вести, поводження, водити, проводити, ...
  • διαγωνίζομαι στα ουκρανικά - змагатися, змагайтеся, конкурувати, змагатись, diagonizomai
  • διαγωνισμός στα ουκρανικά - змагання, спіткання, конкуренція, зустріч, конкурс, конкурс Автори
  • διαδήλωση στα ουκρανικά - демонстрація, прояв, доказ, проявлення, вияв, демонстрацію
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: суперник, супротивник, змагання, противник, конкурент