Διαγωνιζόμενος στα νορβηγικά
Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konkurrent, deltager, utøver, deltaker, konkurrent til
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος
διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διαγωνιζόμενος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- διαγωγή στα νορβηγικά - oppførsel, atferd, adferd, opptreden, gjennomføring
- διαγωνίζομαι στα νορβηγικά - konkurrere, diagonizomai
- διαγωνισμός στα νορβηγικά - konkurranse, contest, konkurransen
- διαδήλωση στα νορβηγικά - demonstrasjon, demonstrasjonen, demonstrasjons
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: konkurrent, deltager, utøver, deltaker, konkurrent til
Μεταφράσεις: konkurrent, deltager, utøver, deltaker, konkurrent til