Διανέμω στα δανικά

Μετάφραση: διανέμω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordele, distribuere, distribuerer, fordeler, at distribuere
Διανέμω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διανέμω

διανέμω κλίση, διανέμω αγγλικα, θα διανέμω, διανέμω αόριστοσ, διανέμω συνώνυμα, διανέμω λεξικό γλώσσας δανικά, διανέμω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαμετρώ στα δανικά - diametralt, diametral, i diametral, diametrisk, er diametralt
  • διαμορφώνω στα δανικά - facon, måde, form, mode, gammeldags, formet, forældet, ...
  • διανοητικά στα δανικά - mentalt, psykisk, udviklingshæmmede, psykiske
  • διανοητικός στα δανικά - mental, mentale, psykisk, psykiske, mentalt
Τυχαίες λέξεις
Διανέμω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fordele, distribuere, distribuerer, fordeler, at distribuere