Διανέμω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διανέμω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
распаўсюджваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανέμω
διανέμω κλίση, διανέμω αγγλικα, θα διανέμω, διανέμω αόριστοσ, διανέμω συνώνυμα, διανέμω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διανέμω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διαμετρώ στα λευκορωσικά - дыяметральна, дыямэтральна
- διαμορφώνω στα λευκορωσικά - вылеплены
- διανοητικά στα λευκορωσικά - разумова
- διανοητικός στα λευκορωσικά - псіхічнае, псіхічны, псіхічная, псыхічны
Τυχαίες λέξεις
Διανέμω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: распаўсюджваць
Μεταφράσεις: распаўсюджваць