Διανέμω στα ουγγρικά
Μετάφραση: διανέμω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terjesztheti, terjesztésére, terjeszthető, terjeszteni, osztja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανέμω
διανέμω κλίση, διανέμω αγγλικα, θα διανέμω, διανέμω αόριστοσ, διανέμω συνώνυμα, διανέμω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διανέμω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διαμετρώ στα ουγγρικά - homlokegyenest, szöges, átlósan, átmérősen, átmérőirányban
- διαμορφώνω στα ουγγρικά - jelenés, sablon, szelvényvas, idomok, alakvas, vágású, formált, ...
- διανοητικά στα ουγγρικά - szellemileg, mentálisan, szellemi, értelmi, mentális
- διανοητικός στα ουγγρικά - észbeli, értelmiségi, szellemi, mentális, lelki, a mentális, értelmi
Τυχαίες λέξεις
Διανέμω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: terjesztheti, terjesztésére, terjeszthető, terjeszteni, osztja
Μεταφράσεις: terjesztheti, terjesztésére, terjeszthető, terjeszteni, osztja