Διανέμω στα νορβηγικά
Μετάφραση: διανέμω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
distribuere, fordele, distribuerer, å distribuere, dele
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανέμω
διανέμω κλίση, διανέμω αγγλικα, θα διανέμω, διανέμω αόριστοσ, διανέμω συνώνυμα, διανέμω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διανέμω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- διαμετρώ στα νορβηγικά - diametralt, diamentralt, stikk, diametrisk, diametralsk
- διαμορφώνω στα νορβηγικά - fasong, figur, måte, mote, skikkelse, form, fashioned, ...
- διανοητικά στα νορβηγικά - mentalt, psykisk
- διανοητικός στα νορβηγικά - intellektuell, mental, mentale, psykisk, psykiske, mentalt
Τυχαίες λέξεις
Διανέμω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: distribuere, fordele, distribuerer, å distribuere, dele
Μεταφράσεις: distribuere, fordele, distribuerer, å distribuere, dele