Διανέμω στα τούρκικα
Μετάφραση: διανέμω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paylaştırmak, dağıtmak, dağıtımı, dağıtma, dağıtabilirsiniz, dağıtılması
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανέμω
διανέμω κλίση, διανέμω αγγλικα, θα διανέμω, διανέμω αόριστοσ, διανέμω συνώνυμα, διανέμω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διανέμω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διαμετρώ στα τούρκικα - taban tabana, tabana, çapsal, çapsal olarak, diyametrik
- διαμορφώνω στα τούρκικα - biçim, şekil, tarz, kalıp, moda, usul, fashioned, ...
- διανοητικά στα τούρκικα - zihinsel olarak, zihinsel, akıl, ruhsal
- διανοητικός στα τούρκικα - zihni, zihinsel, ruhsal, ruh, mental, akıl
Τυχαίες λέξεις
Διανέμω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: paylaştırmak, dağıtmak, dağıtımı, dağıtma, dağıtabilirsiniz, dağıtılması
Μεταφράσεις: paylaştırmak, dağıtmak, dağıtımı, dağıtma, dağıtabilirsiniz, dağıtılması