Διανέμω στα σλοβενικά
Μετάφραση: διανέμω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
distribucijo, distribuirati, razdeli, razširjati, distribuira
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανέμω
διανέμω κλίση, διανέμω αγγλικα, θα διανέμω, διανέμω αόριστοσ, διανέμω συνώνυμα, διανέμω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διανέμω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- διαμετρώ στα σλοβενικά - diametralno, popolnoma, povsem, popolnem, v popolnem
- διαμορφώνω στα σλοβενικά - moda, móda, izdelano, oblikovan, modi
- διανοητικά στα σλοβενικά - duševno, psihično, umsko, mentalno, duševnimi
- διανοητικός στα σλοβενικά - intelektuální, duševní, mentalna, duševno, duševna, mentalnega, mentalno
Τυχαίες λέξεις
Διανέμω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: distribucijo, distribuirati, razdeli, razširjati, distribuira
Μεταφράσεις: distribucijo, distribuirati, razdeli, razširjati, distribuira