Διανέμω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διανέμω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
граница, разпространявате, разпространяват, разпредели, разпространение, разпространява
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανέμω
διανέμω κλίση, διανέμω αγγλικα, θα διανέμω, διανέμω αόριστοσ, διανέμω συνώνυμα, διανέμω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διανέμω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαμετρώ στα βουλγαρικά - диаметрално, коренно, са диаметрално, на диаметрално
- διαμορφώνω στα βουλγαρικά - фигура, мода, класика, оформил, създадох, старомоден, твори
- διανοητικά στα βουλγαρικά - умствено, мислено, психически, умствени, психично
- διανοητικός στα βουλγαρικά - умствен, мисловен, психичното, психическо, умствено
Τυχαίες λέξεις
Διανέμω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: граница, разпространявате, разпространяват, разпредели, разпространение, разпространява
Μεταφράσεις: граница, разпространявате, разпространяват, разпредели, разпространение, разпространява