Διδάσκω στα δανικά
Μετάφραση: διδάσκω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lære, undervise, underviser, lærer, undervise i
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διδάσκω
διδάσκω ετυμολογία, διδάσκω αεί διδασκόμενος, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω ελληνικά σε ξένους, διδάσκω αγγλικά, διδάσκω λεξικό γλώσσας δανικά, διδάσκω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαψεύδω στα δανικά - modsige, bortforklare, til skamme
- διγαμία στα δανικά - bigami
- διδασκαλία στα δανικά - undervisning, undervisningen, lære, undervisnings-, undervise
- διείσδυση στα δανικά - penetration, indtrængen, indtrængning, gennemtrængning, udbredelse
Τυχαίες λέξεις
Διδάσκω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lære, undervise, underviser, lærer, undervise i
Μεταφράσεις: lære, undervise, underviser, lærer, undervise i