Διδάσκω στα ιταλικά

Μετάφραση: διδάσκω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
istruire, insegnare, ammaestrare, insegnerà, insegnare ai, insegnare a, insegnarci
Διδάσκω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διδάσκω

διδάσκω ετυμολογία, διδάσκω αεί διδασκόμενος, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω ελληνικά σε ξένους, διδάσκω αγγλικά, διδάσκω λεξικό γλώσσας ιταλικά, διδάσκω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαψεύδω στα ιταλικά - contraddire, negare, contraddirlo, negarlo, gainsay
  • διγαμία στα ιταλικά - bigamia, la bigamia, bigamy, di bigamia
  • διδασκαλία στα ιταλικά - insegnamento, istruzione, l'insegnamento, dell'insegnamento, didattica, di insegnamento
  • διείσδυση στα ιταλικά - penetrazione, la penetrazione, di penetrazione, penetrazione di, penetrazione del
Τυχαίες λέξεις
Διδάσκω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: istruire, insegnare, ammaestrare, insegnerà, insegnare ai, insegnare a, insegnarci