Διδάσκω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διδάσκω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instruir, institucionalizar, ensine, ensinar, instrua, ensinam, ensiná, ensinar a
Διδάσκω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διδάσκω

διδάσκω ετυμολογία, διδάσκω αεί διδασκόμενος, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω ελληνικά σε ξένους, διδάσκω αγγλικά, διδάσκω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διδάσκω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαψεύδω στα πορτογαλικά - desmentir, desdizer, contradizer, negar, gainsay, contradizê
  • διγαμία στα πορτογαλικά - bigamia, a bigamia, bigamy, de bigamia
  • διδασκαλία στα πορτογαλικά - ensino, ensinamento, de ensino, o ensino, docente
  • διείσδυση στα πορτογαλικά - penetração, de penetração, a penetração, penetração de, penetração da
Τυχαίες λέξεις
Διδάσκω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: instruir, institucionalizar, ensine, ensinar, instrua, ensinam, ensiná, ensinar a