Διδάσκω στα εσθονικά

Μετάφραση: διδάσκω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õpetama, juhendama, haak, instrueerima, õpetada, õpetavad, õpetab, õpetan
Διδάσκω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διδάσκω

διδάσκω ετυμολογία, διδάσκω αεί διδασκόμενος, διδάσκω φυσικές επιστήμες, διδάσκω ελληνικά σε ξένους, διδάσκω αγγλικά, διδάσκω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διδάσκω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διαψεύδω στα εσθονικά - Keelata, ümberlükkavat
  • διγαμία στα εσθονικά - bigaamia, kahenaisepidamine, kaksikabielu, Kaksinnaiminen, kahenaisepidamist
  • διδασκαλία στα εσθονικά - koolitus, õpetamine, õpetamise, õpetamist, õppetöö, õpetuse
  • διείσδυση στα εσθονικά - läbitungimine, läbistamine, hõlvamine, sissetung, tungimist, penetratsiooni, tungimise
Τυχαίες λέξεις
Διδάσκω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: õpetama, juhendama, haak, instrueerima, õpetada, õpetavad, õpetab, õpetan