Δικανικός στα δανικά

Μετάφραση: δικανικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
retsmedicinsk, retsmedicinske, kriminaltekniske, kriminalteknisk, retskemiske
Δικανικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικανικός

δικανικός ορισμός, δικανικός συλλογισμός, δικανικός ψυχολόγος, δικανικός λόγος, δικανικός ρήτορας, δικανικός λεξικό γλώσσας δανικά, δικανικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δικαιοσύνη στα δανικά - dommer, retfærdighed, Justice, domstolene, Domstol er der
  • δικαιώνω στα δανικά - retfærdiggøre, begrunde, berettige, berettiger, begrunder
  • δικαστήριο στα δανικά - gård, ret, gårdsplads, domstol, Domstolen, retten, Court
  • δικαστής στα δανικά - dommer, dommeren, dømme, dommerens
Τυχαίες λέξεις
Δικανικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: retsmedicinsk, retsmedicinske, kriminaltekniske, kriminalteknisk, retskemiske