Δικανικός στα εσθονικά
Μετάφραση: δικανικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohtulik, kohtu-, kohtuekspertiisi, kriminalistika, kohtumeditsiini, kohtumeditsiinilise
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικανικός
δικανικός ορισμός, δικανικός συλλογισμός, δικανικός ψυχολόγος, δικανικός λόγος, δικανικός ρήτορας, δικανικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, δικανικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δικαιοσύνη στα εσθονικά - nägusus, õigusemõistmine, õiglus, heledanahalisus, õigluse, õigusel rajaneva, õigusel rajanev ala, ...
- δικαιώνω στα εσθονικά - õigustama, põhjendama, õigustada, põhjendada, õigusta
- δικαστήριο στα εσθονικά - vahekohus, kurameerima, mänguväljak, õukond, tribunal, kohus, kohtu, ...
- δικαστής στα εσθονικά - magistraat, kohtunik, kohtuniku, kohtunikule, kohtunikul
Τυχαίες λέξεις
Δικανικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kohtulik, kohtu-, kohtuekspertiisi, kriminalistika, kohtumeditsiini, kohtumeditsiinilise
Μεταφράσεις: kohtulik, kohtu-, kohtuekspertiisi, kriminalistika, kohtumeditsiini, kohtumeditsiinilise