Δικανικός στα τούρκικα
Μετάφραση: δικανικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adli, adli tıp, Forensic, Adlî
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικανικός
δικανικός ορισμός, δικανικός συλλογισμός, δικανικός ψυχολόγος, δικανικός λόγος, δικανικός ρήτορας, δικανικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, δικανικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δικαιοσύνη στα τούρκικα - hak, yargıç, adalet, Justice, adaleti, adaletin, yargı
- δικαιώνω στα τούρκικα - haklı çıkarmak, haklı, haklı göstermek, meşrulaştırmak, doğrulamak
- δικαστήριο στα τούρκικα - saray, motel, avlu, mahkeme, mahkemesi, kortu, mahkemenin
- δικαστής στα τούρκικα - yargıç, hakim, hakimi, Hâkim, yargıcı
Τυχαίες λέξεις
Δικανικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: adli, adli tıp, Forensic, Adlî
Μεταφράσεις: adli, adli tıp, Forensic, Adlî