Δραστικός στα δανικά

Μετάφραση: δραστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
potent, potente, kraftig, kraftigt virkende, stærk
Δραστικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δραστικός

δραστικός συνώνυμα, δραστικός συνώνυμο, δραστικός όγκος αίματος, δραστικός λεξικό γλώσσας δανικά, δραστικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δραστηριοποιούμαι στα δανικά - røre på
  • δραστηριότητα στα δανικά - aktivitet, aktiviteter, virksomhed, aktiviteten
  • δρεπάνι στα δανικά - le, leen, scythe, Shawn
  • δριμύς στα δανικά - streng, bitter, grov, alvorlig, svær, alvorlige, alvorligt, ...
Τυχαίες λέξεις
Δραστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: potent, potente, kraftig, kraftigt virkende, stærk