Δραστικός στα ιταλικά

Μετάφραση: δραστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
drastico, potente, potenti, forte
Δραστικός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δραστικός

δραστικός συνώνυμα, δραστικός συνώνυμο, δραστικός όγκος αίματος, δραστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, δραστικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δραστηριοποιούμαι στα ιταλικά - scuotersi, agitarsi
  • δραστηριότητα στα ιταλικά - attività, dell'attività, attività di, l'attività, un'attività
  • δρεπάνι στα ιταλικά - falce, la falce, scythe, di falce
  • δριμύς στα ιταλικά - grave, duro, aspro, amarezza, rigido, severo, austero, ...
Τυχαίες λέξεις
Δραστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: drastico, potente, potenti, forte