Δραστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: δραστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рішучий, радикальний, крутий, крутій, крутою, потужний, могутній, сильний, найпотужніший, потужне
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δραστικός
δραστικός συνώνυμα, δραστικός συνώνυμο, δραστικός όγκος αίματος, δραστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δραστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δραστηριοποιούμαι στα ουκρανικά - боротьба, здригнутися, струснутися, підбадьоритися, струсонутися, стрепенутися
- δραστηριότητα στα ουκρανικά - енергія, активність, спритність, діяльність, діяльності
- δρεπάνι στα ουκρανικά - коса
- δριμύς στα ουκρανικά - болісний, сердитий, болючий, грубий, різкий, брутальний, жорстокий, ...
Τυχαίες λέξεις
Δραστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рішучий, радикальний, крутий, крутій, крутою, потужний, могутній, сильний, найпотужніший, потужне
Μεταφράσεις: рішучий, радикальний, крутий, крутій, крутою, потужний, могутній, сильний, найпотужніший, потужне