Ελαττωματικός στα δανικά
Μετάφραση: ελαττωματικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
defekt, defekte, mangelfuld, mangelfulde, er defekt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαττωματικός
ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός λεξικό γλώσσας δανικά, ελαττωματικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ελαστικός στα δανικά - elastik, elastisk, elastiske
- ελαστικότητα στα δανικά - elasticitet, elasticiteten, elastiske, elastisk
- ελαττώνομαι στα δανικά - aftagende, retur, aftage, daler, i aftagende
- ελαττώνω στα δανικά - nedsætte, BATE, pyr, til BATE, er BATE, sommer BATE
Τυχαίες λέξεις
Ελαττωματικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: defekt, defekte, mangelfuld, mangelfulde, er defekt
Μεταφράσεις: defekt, defekte, mangelfuld, mangelfulde, er defekt