Ελαττωματικός στα ιταλικά

Μετάφραση: ελαττωματικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guasto, difettoso, difettosa, difettosi, difettose
Ελαττωματικός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαττωματικός

ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, ελαττωματικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ελαστικός στα ιταλικά - malleabile, elastico, elastica, elastici, elastiche, elasticità
  • ελαστικότητα στα ιταλικά - elasticità, l'elasticità, di elasticità, elasticità della, elastico
  • ελαττώνομαι στα ιταλικά - declino, wane, calante, calare, diminuire
  • ελαττώνω στα ιταλικά - ridurre, diminuire, restringere, attenuare, scemare, rimpicciolire, bate, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελαττωματικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: guasto, difettoso, difettosa, difettosi, difettose