Ελαττωματικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ελαττωματικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дэфектны, дэфэктны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαττωματικός
ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ελαττωματικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ελαστικός στα λευκορωσικά - эластычны, гнуткі
- ελαστικότητα στα λευκορωσικά - эластычнасць, эластычнага, элястычныя
- ελαττώνομαι στα λευκορωσικά - змяншэнне, спад, страта
- ελαττώνω στα λευκορωσικά - лютасьць, лютасць, ярасць, лютасьці, шаленства
Τυχαίες λέξεις
Ελαττωματικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дэфектны, дэфэктны
Μεταφράσεις: дэфектны, дэфэктны