Ελαττωματικός στα εσθονικά

Μετάφραση: ελαττωματικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vigane, puudulik, defektne, defektsed, defektse, defektsete
Ελαττωματικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαττωματικός

ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, ελαττωματικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ελαστικός στα εσθονικά - mõjutatav, kohanev, sepistatav, elastne, elastse, elastsed, elastsete, ...
  • ελαστικότητα στα εσθονικά - elastsus, elastsuse, elastsust, elastsusega, elastsusest
  • ελαττώνομαι στα εσθονικά - rändlaulik, kahanema, kahanemas, hupenemassa, alanemine, Huveta
  • ελαττώνω στα εσθονικά - taandama, redutseerima, aurutama, alanema, Bate, Vähendab, hinda alandama, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελαττωματικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vigane, puudulik, defektne, defektsed, defektse, defektsete