Επίδραση στα δανικά
Μετάφραση: επίδραση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
effekt, virkning, kraft, effekten, virkningen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίδραση
επίδραση συνώνυμα, επίδραση του ph στην ενεργότητα των πρωτεϊνών, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη της ελλάδας ή της κύπρου, επίδραση της πίεσης στο βρασμό, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη, επίδραση λεξικό γλώσσας δανικά, επίδραση στα δανικά
Μεταφράσεις
- επίδεσμος στα δανικά - bandage, forbinding, bandagen, forbindingen
- επίδομα στα δανικά - fordel, godtgørelse, kvoter, med kvoter, ydelse, kvoter for
- επίθεση στα δανικά - angreb, angribe, angriber, samme angreb, angrebet, Attack
- επίθετο στα δανικά - tillægsord, efternavn, adjektiv, adjektivet, tillægsordet, Benævnelsen
Τυχαίες λέξεις
Επίδραση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: effekt, virkning, kraft, effekten, virkningen
Μεταφράσεις: effekt, virkning, kraft, effekten, virkningen