Επίδραση στα ισλανδικά
Μετάφραση: επίδραση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίδραση
επίδραση συνώνυμα, επίδραση του ph στην ενεργότητα των πρωτεϊνών, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη της ελλάδας ή της κύπρου, επίδραση της πίεσης στο βρασμό, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη, επίδραση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επίδραση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επίδεσμος στα ισλανδικά - sáraumbúðir, sárabindi, bindinu, bindið, sáraumbúðirnar
- επίδομα στα ισλανδικά - gefa, veiting, veita, styrkur, gæði, Vasapeningar, vasapeninga, ...
- επίθεση στα ισλανδικά - áhlaup, árás, ásækja, sókn, Attack, Árásin, sókn gegnum
- επίθετο στα ισλανδικά - lýsingarorð, lýsingarorðið
Τυχαίες λέξεις
Επίδραση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa
Μεταφράσεις: áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa