Επίδραση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επίδραση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
efeito, efeitos, efeito de, vigor, sentido
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίδραση
επίδραση συνώνυμα, επίδραση του ph στην ενεργότητα των πρωτεϊνών, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη της ελλάδας ή της κύπρου, επίδραση της πίεσης στο βρασμό, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη, επίδραση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επίδραση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επίδεσμος στα πορτογαλικά - bandearem, ligadura, atadura, ligar, penso, venda, bandagem, ...
- επίδομα στα πορτογαλικά - outorgar, prémios, descontos, benefício, granito, beneficiar, deferir, ...
- επίθεση στα πορτογαλικά - acometer, agredir, ofensivo, atacar, crise, ofender, impugnar, ...
- επίθετο στα πορτογαλικά - adjectivo, apelido, cirúrgico, sobrenome, adjetivo, adjective, qualificativo
Τυχαίες λέξεις
Επίδραση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: efeito, efeitos, efeito de, vigor, sentido
Μεταφράσεις: efeito, efeitos, efeito de, vigor, sentido