Επίδραση στα ουκρανικά
Μετάφραση: επίδραση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нащадок, ефект
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίδραση
επίδραση συνώνυμα, επίδραση του ph στην ενεργότητα των πρωτεϊνών, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη της ελλάδας ή της κύπρου, επίδραση της πίεσης στο βρασμό, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη, επίδραση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επίδραση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επίδεσμος στα ουκρανικά - забинтувати, бинтувати, ліганд, бинт, бандаж, пояс
- επίδομα στα ουκρανικά - щедрість, дозволяти, дозволити, користь, грант, допомога, обдаровувати, ...
- επίθεση στα ουκρανικά - наступ, образливий, цькувати, штурм, наступальний, нападати, напад, ...
- επίθετο στα ουκρανικά - прізвище, прикметник, прізвисько, прилагательное, іменник
Τυχαίες λέξεις
Επίδραση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нащадок, ефект
Μεταφράσεις: нащадок, ефект