Επίδραση στα λιθουανικά
Μετάφραση: επίδραση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίδραση
επίδραση συνώνυμα, επίδραση του ph στην ενεργότητα των πρωτεϊνών, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη της ελλάδας ή της κύπρου, επίδραση της πίεσης στο βρασμό, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη, επίδραση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επίδραση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επίδεσμος στα λιθουανικά - aprišti, tvarstis, raištis, bintas, aptvarstyti, aprišalas
- επίδομα στα λιθουανικά - pašalpa, išmoka, leidimų, pašalpą, pašalpos
- επίθεση στα λιθουανικά - užpuolimas, ataka, išprievartavimas, užpulti, smūgiavęs, priepuolis, išpuolių, ...
- επίθετο στα λιθουανικά - būdvardis, pavardė, būdvardžiu, Adjective, kimonò būdvardis
Τυχαίες λέξεις
Επίδραση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą
Μεταφράσεις: poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą