Κατορθώνω στα δανικά

Μετάφραση: κατορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nå, sætte over, læg over, trække ned over, at sætte over, der anbringes over
Κατορθώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατορθώνω

κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατορθώνω λεξικό γλώσσας δανικά, κατορθώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατοικώ στα δανικά - bo, leve, lever, bor, levende
  • κατολίσθηση στα δανικά - glidende, glide, skubbe, glider, at skubbe
  • κατοχή στα δανικά - job, beskæftigelse, ejendom, arbejde, stilling, besættelse, besiddelse, ...
  • κατοχυρώνω στα δανικά - beskytte, befæste, styrke, forstærke, berige, nå op
Τυχαίες λέξεις
Κατορθώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nå, sætte over, læg over, trække ned over, at sætte over, der anbringes over