Κατορθώνω στα σλοβενικά
Μετάφραση: κατορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dal, čaka, mu, poda, dajo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατορθώνω
κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατορθώνω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, κατορθώνω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- κατοικώ στα σλοβενικά - živeti, živo, živijo, živi, živimo
- κατολίσθηση στα σλοβενικά - drsna, drsenje, drsni, drsnih, drsnimi
- κατοχή στα σλοβενικά - posest, posedovanje, posedovanjem, posedovanju, posedovanja
- κατοχυρώνω στα σλοβενικά - bránit, okrepi, utrjevati, obogatitev, utrjujejo, okrepčajo
Τυχαίες λέξεις
Κατορθώνω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: dal, čaka, mu, poda, dajo
Μεταφράσεις: dal, čaka, mu, poda, dajo