Κατορθώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: κατορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
досягнути, домагатися, досягніть, досягати, досягти, добиватися, покласти
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατορθώνω
κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατορθώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατορθώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κατοικώ στα ουκρανικά - затримуватися, жити, мешкати, перебувати, жить, житиме
- κατολίσθηση στα ουκρανικά - ландшафт, ковзний, ковзаючий, ковзає, що ковзає, змінний
- κατοχή στα ουκρανικά - окупація, діяльність, заволодіння, володіння, фах, професія
- κατοχυρώνω στα ουκρανικά - мінливий, охорона, різноманітний, охороняти, гарантія, захищати, зміцнювати, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατορθώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: досягнути, домагатися, досягніть, досягати, досягти, добиватися, покласти
Μεταφράσεις: досягнути, домагатися, досягніть, досягати, досягти, добиватися, покласти