Κουρασμένος στα δανικά
Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
træt, trætte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρασμένος
κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας δανικά, κουρασμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- κουρέας στα δανικά - frisør, barber, Barber-, Frisør-, Frisør
- κουρέλι στα δανικά - lap, pjalt, klud, rag, højspændingsforsyningsnettet, retningslinjerne for regionalstøtte
- κουραφέξαλα στα δανικά - nødder, møtrikker, møtrikkerne, nuts
- κουρδίζω στα δανικά - melodi, vind, tune, melodien, indstille, stille
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: træt, trætte
Μεταφράσεις: træt, trætte