Κουρασμένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fáradt, fáradtnak, fáradtak, belefáradt
Κουρασμένος στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρασμένος

κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κουρασμένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • κουρέας στα ουγγρικά - borbély, Fodrász, Barber, borbéllyal, a borbély
  • κουρέλι στα ουγγρικά - rongy, cafat, RAG, rongyot, a RAG
  • κουραφέξαλα στα ουγγρικά - tejkaramella, mogyorók, NUTS, dió, diófélék
  • κουρδίζω στα ουγγρικά - dallam, dallamot, tune, hangolni, hangolás
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fáradt, fáradtnak, fáradtak, belefáradt