Κουρασμένος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змораны, стомлены
Κουρασμένος στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρασμένος

κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κουρασμένος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κουρέας στα λευκορωσικά - цырульнік, цырульніца
  • κουρέλι στα λευκορωσικά - ануча, анучка, тряпка, баба
  • κουραφέξαλα στα λευκορωσικά - арэшкі, арэхі
  • κουρδίζω στα λευκορωσικά - вецер, наладзіць, настроіць
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: змораны, стомлены