Κουρασμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pavargęs, pavargę, pavargau, pavargote, pavargo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρασμένος
κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κουρασμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κουρέας στα λιθουανικά - kirpėjas, Barber, kirpykla, kirpėjo, Barberio
- κουρέλι στα λιθουανικά - skarmalas, skuduras, draiskalas, driskana, kietoji sluoksniuotoji klintis, brizgalas
- κουραφέξαλα στα λιθουανικά - riešutai, riešutų, veržlės, riešutus, veržles
- κουρδίζω στα λιθουανικά - arija, vėjas, melodija, tune, sureguliuoti, derinimas
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pavargęs, pavargę, pavargau, pavargote, pavargo
Μεταφράσεις: pavargęs, pavargę, pavargau, pavargote, pavargo