Κουρασμένος στα σουηδικά
Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trött, trötta, trött på, tröttnat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρασμένος
κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, κουρασμένος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κουρέας στα σουηδικά - barberare, barber, barberaren, frisör, frisören
- κουρέλι στα σουηδικά - trasa, RAG, trasan, högspänningsnätet, trasa för
- κουραφέξαλα στα σουηδικά - nötter, muttrar, muttrarna
- κουρδίζω στα σουηδικά - melodi, vind, stämma, linda, ton, vira, tune, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: trött, trötta, trött på, tröttnat
Μεταφράσεις: trött, trötta, trött på, tröttnat