Κουρασμένος στα ιταλικά

Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affaticare, stanco, stanchi, stanca, stanchezza, stancato
Κουρασμένος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρασμένος

κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, κουρασμένος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κουρέας στα ιταλικά - barbiere, parrucchiere, Barber, di barbiere
  • κουρέλι στα ιταλικά - straccio, brandello, cencio, panno, rag, pezza, di pezza
  • κουραφέξαλα στα ιταλικά - noccioline, dadi, noci, frutta a guscio, i dadi
  • κουρδίζω στα ιταλικά - peto, motivo, vento, scoreggia, aria, melodia, sintonizzare, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: affaticare, stanco, stanchi, stanca, stanchezza, stancato