Κουρασμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obosit, obosită, săturat, obosiți, de obosit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρασμένος
κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κουρασμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κουρέας στα ρουμανικά - frizer, caoforului, frizerie
- κουρέλι στα ρουμανικά - cârpă, enerva, rag, carpa, de carpa, zdreanță
- κουραφέξαλα στα ρουμανικά - nuci, fructe cu coajă lemnoasă, piulițe, piulițele, nucile
- κουρδίζω στα ρουμανικά - vânt, ton, tune, ton de, melodie, regla
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: obosit, obosită, săturat, obosiți, de obosit
Μεταφράσεις: obosit, obosită, săturat, obosiți, de obosit